πρωτοξείδιο

πρωτοξείδιο
το, Ν
χημ. το οξείδιο ενός χημικού στοιχείου το οποίο χαρακτηρίζεται από τη μικρότερη, σε σύγκριση με τα άλλα οξείδιά του, αναλογία σε οξυγόνο, όπως είναι λ.χ. το πρωτοξείδιο τού αζώτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. protoxyde (< πρωτ[ο]-* + οξείδιο*). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • εγχειρήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις — Κάθε πράξη που εκτελείται στο ανθρώπινο σώμα με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί νόσος, τραυματισμός ή δυσμορφία. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται σήμερα είναι πολυάριθμες και δεν είναι παρακινδυνευμένο να… …   Dictionary of Greek

  • Ντέιβι, Χάμφρεϊ — (Sir Humphry Davy, Πενζάνς 1778 – Γενεύη 1829). Άγγλος χημικός. Σπούδασε φυσικές επιστήμες και χημεία και αφοσιώθηκε στη δεύτερη, αφού μελέτησε τις εργασίες του Νίκολσον και του Λαβουαζιέ (1797). Το 1801 διορίστηκε καθηγητής στο Βασιλικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”